Το έργο ENRICH δίνει μεγάλη έμφαση στην υποστήριξη των εκπαιδευτικών αγγλικής ως προς:
- την αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων που έχει η ELF για την υιοθέτηση μιας παιδαγωγικής προσέγγισης κατάλληλης για πολύγλωσσες τάξεις δηλ. εκπαιδευυικά περιβάλλοντα με μαθητές που χρησιμοποιούν περισσότερες από μία γλώσσες (ανεξάρτητα από το επίπεδο ικανότητας), συμπεριλαμβανομένων των μαθητών με μεταναστευτικό υπόβαθρο, όπως οι μετανάστες και οι πρόσφυγες πρώτης και δεύτερης γενιάς, οι νεοαφιχθέντες πρόσφυγες και οι αιτούντες άσυλο·
- την υιοθέτηση από τους εκπαιδευόμενους καινοτόμων διδακτικών πρακτικών, όπως η διαγλωσσικότητα, και κατάλληλου πολιτιστικού περιεχομένου για την ανάπτυξη των επικοινωνιακών δεξιοτήτων των μαθητών τους αλλά και άλλων εγκάρσιων δεξιοτήτων που σχετίζονται με την απασχολησιμότητα και την κοινωνική ένταξη.
Οι προτεραιότητες του ENRICH βασίζονται σε μια ποικιλία μελετών και εκθέσεων που πραγματοποιήθηκαν υπό την αιγίδα των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕπ) και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (ΕΚοι). Η σημασία της υποστήριξης της πολυγλωσσίας τονίζεται σήμερα στην ΕΕ («Συμπεράσματα για την πολυγλωσσία και την ανάπτυξη γλωσσικών ικανοτήτων», Συμβούλιο της ΕΕ, 2014) καθώς, λόγω της παγκοσμιοποίησης, της ενδοευρωπαϊκής κινητικότητας και της διεθνούς μετανάστευσης, οι πολυγλωσσικές τάξεις διδασκαλίας είναι πλέον ο κανόνας παρά η εξαίρεση στην Ευρώπη (Eurostat, 2017· PISA 2015· ΟΟΣΑ, 2016). Παρόλο που έχει σημειωθεί μεγάλη πρόοδος στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για την Πολυγλωσσία, η έρευνα δείχνει ότι «οι τρέχουσες στάσεις και πρακτικές στα σχολεία δεν συμβάλλουν στην ίση μεταχείριση των πολύγλωσσων παιδιών» («Επανεξέταση της γλωσσικής εκπαίδευσης στα σχολεία», EΕπ, 2017, σ. 3). Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα παιδιά που προέρχονται από οικογένειες μεταναστών/προσφύγων. Η έρευνα δείχνει, για παράδειγμα, ότι λόγω της «περιορισμένης πρόσβασης σε επαρκή υποστήριξη των μαθητών» για την υπέρβαση των «γλωσσικών ή/και πολιτιστικών φραγμών», τα παιδιά των μεταναστών και των προσφύγων τείνουν να εγκαταλείπουν το σχολείο νωρίς (Eurydice Brief «Αντιμετώπιση της πρόωρης αποχώρησης από την εκπαίδευση και την κατάρτιση», EΕπ/EACEA/Eurydice, 2015, σελ. 4), ενώ, παρά τις προσπάθειες για την ενίσχυση της ένταξης στα σχολεία και τις κοινότητες υποδοχής γενικά, παιδιά από οικογένειες προσφύγων και αιτούντων άσυλο αδυνατούν, λόγω της «έλλειψης καθιερωμένων δικτύων και ευκαιριών» να συνδεθούν μεταξύ τους και με τις κοινότητες υποδοχής μέσω «διαλόγου [και] ανταλλαγής» σε μια «κοινή» γλώσσα (EΚοι, «Χρηματοδότηση από την ΕΕ για πολιτιστική εργασία με πρόσφυγες», Lewis and Martin, 2017, σ. 21). Σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και το γεγονός ότι η διδασκαλία πολύγλωσσων τάξεων, ειδικά τάξεων με μαθητές με μεταναστευτικό υπόβαθρο, «δεν καλύπτεται επαρκώς από τα προγράμματα συνεχιζόμενης κατάρτισης» («Σχολική ανάπτυξη και άριστη διδασκαλία», EΕπ 2017, σ. 15), όταν, στην πραγματικότητα, αυτός ο τομέας είναι ιδιαίτερα υψηλός μεταξύ των αναγκών κατάρτισης των εκπαιδευτικών («Διεθνής Έρευνα για τη Διδασκαλία και τη Μάθηση», EΕπ, 2014).
Για την ουσιαστική υποστήριξη των μαθητών στις πολύγλωσσες τάξεις, συμπεριλαμβανομένων των μεταναστών και των προσφύγων, ώστε να μπορούν να ανταποκρίνονται στις εκπαιδευτικές και επαγγελματικές τους δυνατίτητες, οι εκθέσεις εκπαιδευτικής πολιτικής της ΕΕ επισημαίνουν την επείγουσα ανάγκη να «επανεξεταστεί εκ βάθρων» η διδασκαλία των ,ξένων γλωσσών, ενόψει και των απαιτήσεων ενός «όλο και περισσότερο παγκοσμιοποιημένου κόσμου» («Επανεξέταση της γλωσσικής εκπαίδευσης στα σχολεία», EΕπ, 2017, σ. 1-5). Αυτό περιλαμβάνει την υποστήριξη των εκπαιδευομένων ως προς την ανάπτυξη επικοινωνιακών και άλλων εγκάρσιων δεξιοτήτων (π.χ. πολιτισμική ευαισθητοποίηση) που είναι απαραίτητες για την απασχολησιμότητα και την κοινωνική ένταξη, «μέσω γλωσσών διεθνούς επικοινωνίας», οι οποίες «αυξάνουν την αμοιβαία κατανόηση και παρέχουν πρόσβαση σε άλλες χώρες και πολιτισμούς» (όπ.παρ.). Αυτό, φυσικά, απαιτεί ένα «νέο σύνολο διδακτικών δεξιοτήτων για τους εκπαιδευτικούς» («Επανεξέταση της εκπαίδευσης, επένδυση σε δεξιότητες», EΕπ, 2012, σ. 10). Οι εκπαιδευτικοί αγγλικής, συγκεκριμένα, «πρέπει να αναγνωρίσουν τον νέο ρόλο της αγγλικής ως lingua franca» στην Ευρώπη και πέραν αυτής (EΚοι, Saville & Gutierrez Eugenio, 2016, p.37), δηλαδή ως μία κατ’ ουσία πολύγλωσση μορφή της αγγλικής γλώσσας που επιτρέπει και διευκολύνει την απρόσκοπτη επικοινωνία μεταξύ ανθρώπων με διαφορετικά γλωσσικά υπόβαθρα («Conceptualising ELF», Mauranen, 2018) και ως απαραίτητη προϋπόθεση για επαγγελματική επιτυχία (EΕπ, «Γλώσσες και απασχολησιμότητα», Araújo et al, 2015).
Ο σχεδιασμός κατάλληλων προγραμμάτων επιμόρφωσης είναι, επομένως, ζωτικής σημασίας, ώστε οι εκπαιδευτικοί αγγλικής να ευαισθητοποιηθούν σε σχέση με τον ρόλο της αγγλικής γλώσσας στο χτίσιμο σχέσεων μεταξύ των μαθητών, των τοπικών κοινοτήτων και του ευρύτερου κόσμου, και να εκπαιδευτούν στη χρήση καινοτόμων πρακτικών διδασκαλίας της γλώσσας, όπως η διαγλωσσικότητα, αλλά και άλλων στοιχείων πολιτισμού που είναι ιδιαίτερα κατάλληλο για αυτόν τον σκοπό («Επανεξέταση της γλωσσικής εκπαίδευσης στα σχολεία», EΕπ, 2017).